To τσούρμο*

«Ποτέ μου δεν ήξερα τ’ όνομά σου».
«Ανσέλμ. Δεν έκανα μεγάλες χοντράδες ώστε να βρεθώ στο τμήμα».
«Συνέχισε έτσι».
«Οι γέροι μου είναι εντάξει. Δεν συμβαίνει με όλους. Έχω και το μπάσκετ…» Χαμογέλασε. «Κι έπειτα, υπάρχει και το τσούρμο. Ξέρεις τι είναι;»
Ήξερα. Το τσούρμο, το πλήρωμα, οι κωπηλάτες της γαλέρας. Στη Μασσαλία τις γαλέρες και τα βάσανά τους τα ξέραμε για τα καλά. Δεν ήταν ανάγκη να’ χεις σκοτώσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου για να βρεθείς εκεί, όπως πριν δύο αιώνες. Μπα, σήμερα αρκούσε μονάχα να’σαι νέος, μετανάστης ή όχι. Οι θαυμαστές των Massilia Sound System, του πιο ξεσαλωμένου συγκροτήματος raggamuffin, είχαν ξανακάνει της μόδας την έκφραση.
Έτσι, το τσούρμο είχε γίνει ένα είδος λέσχης συναντήσεων όσο και υποστηρικτών. Ήταν περίπου διακόσιοι πενήντα, τριακόσιοι ίσως, και «υποστήριζαν» τώρα αρκετά συγκροτήματα. Τους Massilia, τους Fabulous, τους Bouduchon, τους Black Lions, τους Hypnotik, τους Wadada… Όλοι μαζί είχαν βγάλει ένα κολασμένο άλμπουμ. Το Raffa baletti. Τα σαββατόβραδα έκανε τα αίματα να βράζουν!
Το τσούρμο διοργάνωνε μουσικές ακροάσεις και με τις εισπράξεις τύπωνε ένα φυλλάδιο, κυκλοφορούσε κασέτες ηχογραφημένες live και οργάνωνε φτηνά ταξίδια για την παρακολούθηση των συγκροτημάτων στις περιοδείες τους. Το σύστημα λεουτουργούσε το ίδιο όπως και στο γήπεδο της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, με τους Ούλτρας, τους Γουίνερς ή τους Φανάτικς. Όμως αλλού ήταν η ουσία της ιστορίας του τσούρμου. Το σημαντικό ήταν να συναντιούνται οι άνθρωποι. Να ανακατώνονται με τους άλλους, όπως λέμε στη Μασσαλία. Με τις υποθέσεις ο ένας του άλλου. Αυτό ήταν το πνεύμα του τσούρμου. Δεν ησουν πια από μια πόλη, από μια συνοικία. Άνηκες στο τσούρμο. Μες στην ίδια γαλέρα, όλοι μαζί τραβώντας κουπί! Για να τα βγάλουμε πέρα. Πλάι-πλάι.
Στο ίδιο ζουμί βράζουμε όλοι.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

This entry was posted in Hip Hop and tagged , by Jaquou Utopie. Bookmark the permalink.

About Jaquou Utopie

Μικρόκοσμος Και να, τι θέλω τώρα να σας πω Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας, φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο. Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε. Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα. Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά κι η γη μας τόση δα μικρή. Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει. είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε Ν. Χικμέτ

Σχολιάστε